- χραισμήεις
- χραισμ-ήεις, εσσα, εν,A serviceable, ib.576.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χραισμήεις — serviceable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραισμήεις — εσσα, εν, Α χρήσιμος, ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήεις (βλ. και λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek